Σύμβαση εργασίας είναι η συμφωνία γραπτή ή προφορική βάσει της οποίας ένα ορισμένο άτομο (υπάλληλος, εργάτης, υπηρέτης κ.λ.π.)που καλείται μισθωτός, αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εργοδότης), έναντι συμφωνημένου μηνιαίου μισθού ή ημερομισθίου.
Ενημέρωση για τους όρους της σύμβασης:
Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει αναλυτικά στον εργαζόμενο τους όρους εργασίας, δίνοντας του έγγραφο που περιγράφει τη μορφή της εργασιακής σχέσης και τους όρους της, ανεξαρτήτως αν η σύμβαση εργασίας καταρτίστηκε προφορικά ή γραπτά (αρ.2 Π.Δ 156/94).
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας:
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, βάσει της οποίας ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την κύρια υποχρέωση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του και ο εργοδότης την κύρια υποχρέωση καταβολής του μισθού.
Σύμβαση έργου:
Σύμβαση έργου υπάρχει όταν ένα πρόσωπο (εργολάβος) αναλαμβάνει έναντι ενός άλλου προσώπου (εργοδότη / κυρίου του έργου) την υποχρέωση εκτέλεσης ορισμένου έργου έναντι αμοιβής. Το κύριο στοιχείο που διακρίνει την σύμβαση εργασίας από την σύμβαση έργου είναι ότι στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας ενδιαφέρει η παροχή της εργασίας ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αποτελέσματος, ενώ στην περίπτωση της σύμβασης έργου ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της εκτέλεσης ορισμένου έργου.
Σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών:
Σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο παρέχων ανεξάρτητες υπηρεσίες αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι ενός προσώπου για παροχή εργασίας, χωρίς όμως να υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου του. Κύριο χαρακτηριστικό επομένως της σύμβασης είναι η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και η ανεξαρτησία ως προς τον καθορισμό του τόπου, του χρόνου και του τρόπου παροχής της εργασίας, κάτι που βασικά δεν συμβαίνει στην περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου:
Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συμφωνηθεί για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν δεν καθορίζεται η διάρκειά της. Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η λύση της είναι ημερολογιακά καθορισμένη ή όταν συνδέεται με την εκτέλεση ορισμένου έργου ή την επέλευση ορισμένου γεγονότος.
Καταστρατήγηση της σύμβασης:
Κλασική περίπτωση καταστρατήγησης των εργασιακών δικαιωμάτων είναι ο χαρακτηρισμός εκ μέρους του εργοδότη της σχέσης εργασίας ως σχέσης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, με όλες τις δυσμενείς για τον εργαζόμενο συνέπειες. Μη ασφάλιση στο ΙΚΑ, έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών ως ελεύθερος επαγγελματίας κ.λ.π. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του επικαλούμενος τα πραγματικά στοιχεία της εργασιακής του σχέσεις δηλ. ωράριο, συμμόρφωση στις εντολές του εργοδότη κ.λ.π.
Επιχειρησιακές Συμβάσεις
Με τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας –όπως αυτές ορίστηκαν με το νέο νόμο για τα εργασιακά και άρχισαν να εφαρμόζονται από τις αρχές του 2011- οι αποδοχές και οι συνθήκες εργασίας είναι δυνατόν να αποκλίνουν από αυτές των αντιστοίχων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και όχι πάντως κατώτερα από το επίπεδο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τις επιχειρησιακές συμβάσεις είναι η συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων –επιχειρησιακό σωματείο-, ενώ στην περίπτωση που δεν υπάρχει με το αντίστοιχο κλαδικό ή την ομοσπονδία.
Πηγή: careerguide.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου